τεχνούργημα

τεχνούργημα
τό
1) произведение искусства; 2) прекрасная, отлично, мастерски сделанная вещь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τεχνούργημα" в других словарях:

  • τεχνούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνούργημα — το, ΝΜΑ [τεχνουργῶ] έργο τέχνης, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. (αρχαιολ. κοινων. ανθρωπολ. τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • τεχνούργημα — το, ατος τεχνικό έργο, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνουργημάτων — τεχνούργημα a work of art neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργήμασιν — τεχνούργημα a work of art neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργήματι — τεχνούργημα a work of art neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργήματος — τεχνούργημα a work of art neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραβούργημα — Ανεικονική διακοσμητική σύνθεση, χαρακτηριστική της αραβικής τέχνης. Α. υψηλής τέχνης βρίσκονται συγκεντρωμένα στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου. Δείγματα α. υπάρχουν και στο αθηναϊκό μουσείο Μπενάκη. Βλ. λ. ισλαμισμός (τέχνη). * * * το 1. ζωγραφικό …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • νιέλο — το άκλ. (διακ.) α) διακοσμητική τεχνική που συνίσταται στην εγκόλληση μαύρου σμάλτου στις κοιλότητες εγχάρακτης σε ασημένια πλάκα παράστασης β) συνεκδ. το παραγόμενο με τη μέθοδο αυτή τεχνούργημα …   Dictionary of Greek

  • ποικιλουργία — ἡ, Α [ποικιλουργός] διακοσμητικό τεχνούργημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»